- μονοκιόνιον
- μονοκιόνιον, τὸ (Μ)1. ο μόνος κίονας2. τοποθεσία τής Κωνσταντινούπολης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου *μονοκιόνιος (< μον[ο]-* + κίων, -ίονος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek